μπάμπαλο

μπάμπαλο
το
1. ράκος, κουρέλι («μάζεψε τα μπάμπαλά σου και φύγε» — μάζεψε τα κουρέλια σου και φύγε)
2. σχίζα ξύλου ή ξηρή καλάμη σιταριού
3. μτφ. (για πρόσωπα) ανόητος, μωρός, ξεκουτιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πάμπαλο < επίθ. παμπάλαιον ή, κατ' άλλους, από μσν. βα(μ)-βάλιν «μπουμπούκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νερομπάμπαλος — η, ο 1. (για φαγητό) αυτός που περιέχει πολύ νερό 2. ξεμωραμένος, ξεκούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + μπάμπαλο / μπαμπαλής «ανόητος, ξεκουτιασμένος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”